ἐμετῶν

ἐμετῶν
ἐμετός
vomited
fem gen pl
ἐμετός
vomited
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐμέτων — ἔμετος vomiting masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οισοφαγομαλακία — η ιατρ. μαλάκυνση και ευθρυψία τού οισοφάγου ως αποτέλεσμα συχνών εμέτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < οισοφάγος + μαλακία (< μαλακός), πρβλ. μυελο μαλακία] …   Dictionary of Greek

  • χολεμεσία — η, ΝΜΑ [χολημετῶ /χολεμετῶ] (στην αρχ. και μσν. αδόκιμος τ. αντί χολημεσία) ιατρ. πρόσμιξη χολής στο περιεχόμενο τών εμέτων, που μπορεί να οφείλεται σε παλινδρόμηση χολής ή σε υψηλή απόφραξη τού λεπτού εντέρου …   Dictionary of Greek

  • ακετοναιμία ή οξοναιμία — Πάθηση που οφείλεται στην παρουσία ακετόνης στο αίμα. Παρατηρείται σε ορισμένες παθολογικές καταστάσεις (σακχαρώδης διαβήτης, ασιτία, τοξιναιμία της κύησης κ.ά.) και αποτελεί το κύριο αίτιο των ακετοναιμικών εμετών των βρεφών και των παιδιών.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”